Eκτός από τις καινούργιες δίαιτες, που κάθε τόσο προτείνουν οι διαιτολόγοι για τη μείωση της χοληστερίνης, ας μην ξεχνάμε τη μεσογειακή διατροφή - την κατεξοχήν ελληνική δίαιτα.
Mε άλλα λόγια, αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να θυμηθούμε τι έτρωγαν οι παππούδες μας: αγνό ελαιόλαδο, όσπρια, δημητριακά, φρούτα, λαχανικά, ψάρι και κρέας. Έρευνες τα τελευταία 40 χρόνια έχουν δείξει ότι η παραδοσιακή ελληνική δίαιτα είναι μία από τις πιο υγιείς στον πλανήτη. Ίσως έτσι να εξηγείται και το παράδοξο ότι παρά τις κακές συνήθειες που έχουμε ως λαός (χαμηλό επίπεδο σωματικής άσκησης και πολύ κάπνισμα), οι μεν άντρες έχουν το μεγαλύτερο προσδόκιμο επιβίωσης στην Ευρώπη (75 χρόνια) ενώ οι γυναίκες έρχονται πέμπτες σε ολόκληρη την Ευρώπη (80,3 χρόνια). Όπως έχει διαπιστωθεί, όσοι καταναλώνουν στο φαγητό τους ελαιόλαδο έχουν χαμηλή την «κακή» χοληστερίνη (LDL). Aυτό οφείλεται στο ότι το ελαιόλαδο περιέχει μεγάλη ποικιλία αντιοξειδωτικών ουσιών (πολυφαινόλες, τοκοφερόλες κ.ά.), οι οποίες παρεμβαίνουν θετικά υπέρ του οργανισμού και μειώνουν την ποσότητα της χοληστερίνης, αλλά και εμποδίζουν την οξείδωσή της. Ποια είναι όμως τα χαρακτηριστικά της παραδοσιακής ελληνικής διατροφής η οποία συχνά μπερδεύεται με τη γενικευμένη έννοια της μεσογειακής διατροφής.
Ποια είναι τα χαρακτηριστικά εκείνα που την κάνουν τόσο ισορροπημένη και τόσο υγιεινή;
Oι Βιολόγοι πιστεύουν ότι είναι η κατανάλωση μεγάλης ποικιλίας φαγητών όπου κυρίαρχο ρόλο έχουν τα φρέσκα φρούτα, τα λαχανικά και τα άγρια χόρτα, όπως η αντράκλα (γλιστρίδα), τα όσπρια, τα ψάρια, το ελαιόλαδο, το κόκκινο κρασί και η μικρή κατανάλωση κόκκινου κρέατος και ζωικών λιπών. Οι βασικές αρχές της παραδοσιακής ελληνικής διατροφής είναι: Αφθονία τροφών φυτικής προέλευσης, όπως φρούτα, λαχανικά, πατάτες, δημητριακά και όσπρια και λάδι ελιάς ως βασικό έλαιο, που αντικαθιστά όλα τα άλλα λίπη και έλαια.
Μειώστε την κατανάλωση τρανς λιπαρών – υδρογονωμένων, δηλαδή λιπαρών ουσιών, που υπάρχουν σε αφθονία σε προπαρασκευασμένα γλυκά και φαγητά και αντικαταστήστε λιπαρά ζωικής προέλευσης (π.χ. βούτυρο) με λιπαρά φυτικής προελεύσεως (π.χ. μαργαρίνη). Οι μαλακές φυτικές μαργαρίνες είναι χαμηλές σε κορεσμένα και ελεύθερες από τρανς λιπαρά, ενώ παράλληλα είναι πλούσιες σε ακόρεστα λιπαρά. Αυτό κάνει τις μαργαρίνες μια πολύ πιο υγιεινή επιλογή σε σχέση με το βούτυρο (συμπεριλαμβανομένου και του βουτύρου για επάλειψη και των μιγμάτων βουτύρου), καθώς το βούτυρο είναι ζωικό προϊόν και έχει υψηλή περιεκτικότητα σε κορεσμένα λιπαρά οξέα.
Δεν είναι τυχαίο, ότι διεθνείς οργανισμοί, όπως η Αμερικανική Ένωση Καρδιολογίας (American Heart Association – AHA) συστήνουν τη «χρήση μαργαρίνης αντί ζωικού βουτύρου». Την ίδια σύσταση κάνει και το Αυστραλιανό Ίδρυμα Καρδιολογίας (Australian Heart Foundation). Επιπλέον, πλήθος ερευνών την τελευταία δεκαετία δείχνει ότι η καθημερινή πρόσληψη 2 γρ. φυτικών στερολών / στανολών μπορεί να μειώσει την ολική και την «κακή» (LDL) χοληστερόλη σε ποσοστά 6-15%. Επειδή οι φυτικές στερόλες και στανόλες βρίσκονται σε μικρή περιεκτικότητα σε τρόφιμα όπως φυτικά έλαια, φρούτα, λαχανικά, έχουν εμπλουτιστεί διάφορα τρόφιμα με φυτικές στερόλες και στανόλες, όπως μαργαρίνες, γαλακτοκομικά προϊόντα (γάλα, γιαούρτι).
Πηγή: sigmalive.com